- θέμων
- θεμόωdroveimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)θεμόωdroveimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμῶν — θεμόω drove pres part act masc voc sg (doric aeolic) θεμόω drove pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θεμόω drove pres part act masc nom sg θεμόω drove pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek